ΙΣΤΟΡΙΑ

Κάθε γωνιά της Σητειακής γης κρύβει στα σπλάχνα της κι από ένα αρχαιολογικό θησαυρό που πιστοποιεί την μεγάλη πολιτιστική παράδοση στον τόπο αυτό.

Λίγοι τόποι στην Κρήτη και ελάχιστοι στην Ελλάδα έχουν να επιδείξουν τόσο πλούσια πολιτιστική και ιστορική κληρονομιά, όσο ο δήμος της Σητείας, η ανατολικότερη και η πιο απομονωμένη περιοχή της Κρήτης, αλλά και η μεγαλύτερη σε έκταση και πληθυσμό του νομού Λασιθίου. Το όνομα το έχει πάρει από την πρωτεύουσα της, τη Χώρα της Σητείας.

Όλες οι ιστορικές περίοδοι έχουν αφήσει έντονα τα σημάδια τους στη γη της Σητείας.

Η επαρχία Σητείας βρίθει αρχαιολογικών θέσεων, τόπων μνήμης και ιστορίας. Το παρελθόν της Ανατολικής Κρήτης μελετάται εντατικά ήδη από τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν περιηγητές και μελετητές κατέφθαναν για να καταγράψουν την ιστορία της, ενώ τότε ξεκίνησαν και οι πρώτες ανασκαφές.

Η Νεολιθική παρουσία στο ανατολικό άκρο της Κρήτης επιβεβαιώνεται από ποικίλα ευρήματα, σκεύη και εργαλεία, όπως αυτά της σημαντικής νεολιθικής οικίας στο Μαγκασά και σπηλαίων όπως το Μικρό Κατωφύγι και τα Πελεκητά.
Κατά την Εποχή του Χαλκού το ανατολικό άκρο του νησιού, λόγω της γεωγραφικής του θέσης, αποτέλεσε την πύλη της Κρήτης προς τα λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου. Η οργάνωση του εμπορίου, οι συναλλαγές και η συγκέντρωση αγαθών οδήγησαν στη δημιουργία μεγάλων αστικών κέντρων, όπως το Παλαίκαστρο. Ακόμα ο Πετράς και η Ζάκρος υπήρξαν πόλεις-λιμάνια με κεντρικά κτήρια δημόσιου χαρακτήρα και δραστηριότητες τόσο διοικητικές, όσο και θρησκευτικές, στο πρότυπο των υπόλοιπων μινωικών «ανακτόρων».
Πάνω από τα ερείπια του Παλαικάστρου συναντάμε από τη Γεωμετρική περίοδο και έπειτα τον περίφημο ναό του Δικταίου Διός, για τον έλεγχο και τα πλούσια εισοδήματα του οποίου βρίσκονταν σε συνεχή διαμάχη οι τρεις ισχυρότερες πόλεις της Ανατολικής Κρήτης των ιστορικών χρόνων: η Πραισός, η Ίτανος και η Ιεράπυτνα. Από αυτές η Πραισός (βόρεια του Χανδρά) θεωρήθηκε κέντρο των Ετεοκρητών, των παλαιών δηλαδή κατοίκων του νησιού που αποσύρθηκαν εδώ μετά την εισβολή των Δωριέων περισώζοντας το «μινωικό» χαρακτήρα της γλώσσας, της θρησκείας και της λατρείας τους. Η Ίτανος, υπήρξε σπουδαίο λιμάνι και σταθμός διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ Ανατολής και Κρήτης, που πλούτισε από το εμπόριο πρώτων υλών με τους Φοίνικες και διατήρησε την αίγλη της μέχρι την εγκατάσταση των Ρωμαίων στο νησί. Οι πόλεις αυτές κατά την Κλασική περίοδο είχαν το δικό τους πολίτευμα (βασιλεία, δημοκρατία) και λειτουργούν στο πρότυπο των πόλεων-κρατών του ηπειρωτικού χώρου. Συχνά μαρτυρούνται αντιπαλότητες και πόλεμοι μεταξύ τους μέχρι την Ελληνιστική Περίοδο.
Την ελληνική και ελληνιστική περίοδο διαδέχτηκε η ρωμαιοκρατία, αφήνοντας κι αυτή τα δικά της σημάδια. Οι ρωμαϊκές ιχθυοδεξαμενές, το ρωμαϊκό θέατρο στο Κουφονήσι, και άλλα ερείπια δείχνουν το πέρασμα των Ρωμαίων και τη σπουδαιότητα της επαρχίας κατά τους χρόνους αυτούς.
Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους η οικονομία του νησιού είναι κυρίως αγροτική και ποιμενική. Το πλήθος όμως των παλαιοχριστιανικών ναών, όπως εκείνων της Ιτάνου, αποτελεί ταυτόχρονα μαρτυρία σχετικού πλούτου και σταθερότητας. Από τα μέσα του 7ου μ. Χ. αιώνα αρχίζει να διαφαίνεται η αραβική απειλή και τα κρητικά παράλια συχνά υπέφεραν από τις επιδρομές του αραβικού στόλου (π.χ. καταστροφή Ιτάνου). Κατά την εγκατάσταση των Αράβων στην Κρήτη ιδρύεται ένα ιδιότυπο αραβικό εμιράτο που στηρίζει την επιβίωσή του στην πειρατεία και στην οικονομική καταπίεση του ντόπιου πληθυσμού. Με την ανάκτηση της Κρήτης από το Νικηφόρο Φωκά (961 μ.Χ.) και την επανασύνδεσή της με τον κορμό της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ξεκινάει μια νέα περίοδος στην ιστορία της.
Η βυζαντινή περίοδος που ακολουθεί, σκαλίζει στο σώμα της επαρχίας νέα φρούρια, καινούργιους οικισμούς, σπουδαία λιμάνια, μεγάλες και μικρές κατάγραφες εκκλησίες. Όσο κι αν αποτελούν εύκολη λεία πειρατών και ληστών η σητειακή γη και τα χωριά της συνεχίζουν μια πολιτισμική πορεία αδιάκοπη και σημαντική.
Οι βενετσιάνοι – νέοι κύριοι του τόπου – θάβουν την προηγούμενη ιστορία κάτω από τα θεμέλια των δικών τους κτισμάτων και φροντίζουν να σφραγίσουν κι αυτοί ανεξίτηλα το πέρασμά τους από την επαρχία.
Στις αρχές του 17ου αιώνα δημιουργήθηκε το κορυφαίο έργο της κρητικής λογοτεχνίας, ο «Ερωτόκριτος», έμμετρο ερωτικό ποίημα του Σητειακού Βιτσέντζου Κορνάρου. Σήμερα, επίσης, συναντάμε λαμπρά δείγματα της εποχής εκείνης, όπως την ιστορική σταυροπηγιακή Μονή Παναγίας Ακρωτηριανής ή Τοπλού, έργο του 15ου αιώνα, αλλά και τα χωριά Ετιά και Βόιλα, όπου σώζονται σημαντικά βενετσιάνικα κτίσματα (πύργοι, ναοί, οικίες).
Τέλος, συναντάμε τους Οθωμανούς από τους οποίους, δεν έχουν απομείνει σημαντικά έργα πολιτισμού. Περισσότερο σε γραπτά μνημεία θα συναντήσει κανείς την ιστορία τους και σε ζωντανές ακόμα παραδόσεις και λαϊκές ιστορίες που βρίσκονται βαθιά χαραγμένες στη μνήμη του σητειακού λαού και στα ονόματα των χωριών και τον τοπωνυμίων.