ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ & ΜΝΗΜΕΙΑ

Ελλειψοειδής Οικία Χαμαιζίου

Στη θέση «Σουβλωτό Μουρί» το 1903, οι ανασκαφές που έγιναν από τον Στ. Ξανθουδίδη έφεραν στο φως ένα κτίριο μινωικής εποχής. Το μοναδικό για την εποχή ελλειπτικό του σχήμα και η χρήση του προβλημάτισαν για πολλά χρόνια τους αρχαιολόγους. Το 1971 μια νεώτερη έρευνα από τον καθ. Κ. Δαβάρα αποκάλυψε νέα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι πρόκειται για οικία, την μοναδική των μινωικών χρόνων με αυτό το σχήμα και χρονολογείται στα 2200-2000 π.Χ. ενώ εντοπίστηκαν λείψανα αρχαιότερων οικιών.Κατά την διάρκεια των ανασκαφών βρέθηκαν εξωτερικά της οικίας χάλκινα αντικείμενα ενώ στα δωμάτια εντοπίστηκαν αγγεία και μερικά ειδώλια τα οποία φυλάσσονται στα Μουσεία Ηρακλείου και Αγίου Νικολάου.

Έπαυλη Μακρύ Γιαλού

Στην τοποθεσία «Πλακάκια», δυτικά του οικισμού του Μακρύγιαλου, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως μια έπαυλη που χρονολογείται στην ΥΜ Ι Β εποχή. Η έπαυλη που αποκαλύφτηκε είναι πολύ σημαντική για τη μελέτη της μινωικής αρχιτεκτονικής διότι αποτελεί μικρογραφία ενός μινωικού ανακτόρου. Στο μέσον του κτιρίου είναι η μεγάλη κεντρική αυλή γύρω από την οποία διαμορφώνονται οι υπόλοιποι χώροι της έπαυλης με πλακόστρωτα δάπεδα και τοίχους επιστρωμένους με κονίαμα, ενώ υπάρχει και δυτική αυλή. Στην κεντρική αυλή, κοντά στη μεγάλη αίθουσα με το πολύθυρο, είναι ένας κτιστός βωμός δίπλα στον οποίο βρέθηκε ένας σφραγιδόλιθος με παράσταση ιερού πλοίου, ιερού δένδρου και ιέρειας. Η οροφή ήταν στρωμένη με καλάμια και πηλό, ένα στοιχείο εξαιρετικά ενδιαφέρον που συνδέει τη μινωική με τη νεώτερη κρητική αρχιτεκτονική, αφού η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείτο μέχρι πρόσφατα για την κάλυψη της οροφής των αγροτικών πετρόκτιστων σπιτιών. Η έπαυλη καταστράφηκε από μεγάλη πυρκαγιά όπως αποδεικνύεται από τα αποτυπώματα των απανθρακωμένων ξύλινων δοκών αλλά και από τα μαυρισμένα από τη φωτιά πλακόστρωτα δάπεδα. Η αρχιτεκτονική της έπαυλης, ο μικρός αριθμός των οικιακών χώρων, και η σπουδαιότητα ορισμένων ευρημάτων (ειδώλια, σφραγιδόλιθοι, κύπελλο Ιερής Κοινωνίας) τα οποία φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αγίου Νικολάου, μαρτυρούν τον θρησκευτικό χαρακτήρα της που δεν αποκλείεται να αποτελούσε σημαντικό θρησκευτικό κέντρο της γύρω περιοχής. 
 

Ίτανος

Η Ίτανος μια από τις σπουδαιότερες παράλιες πόλεις της Ανατολικής Κρήτης από τη μινωική εποχή μέχρι και τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, είναι γνωστή σήμερα με το όνομα Ερημόπολη. Οι κάτοικοι της Ιτάνου κυριαρχούσαν σ’ όλες τις ανατολικές ακτές της Σητείας από το ακρωτήρι Σαμώνιον (κάβο Σίδερο), ως το ακρωτήρι Ερυθραίο, το σημερινό Γούδουρα και τη νήσο Λευκή, (Κουφονήσι). 
Την ‘Ιτανο αναφέρει ο Ηρόδοτος. Όταν η Πυθία είπε στους Θηραίους, να στείλουν αποικία στη Λιβύη, οι Θηραίοι έστειλαν στην Κρήτη αντιπροσώπους να αναζητήσουν ανθρώπους, για να τους οδηγήσει εκεί. Οι απεσταλμένοι έφτασαν στην ‘Ιτανο, όπου συνάντησαν ένα ψαρά πορφύρας, τον Κορώβιο, που τους διηγήθηκε ότι κάποτε τον παρέσυραν οι άνεμοι και έφτασε στη Λιβύη. Τον έπεισαν να τους οδηγήσει εκεί όπου έκτισαν την αποικία Κυρήνη το 630 π.Χ. 
Την ‘Ιτανο αναφέρει και ο Στέφανος Βυζάντιος, που πιστεύει πως ονομάστηκε έτσι από τον ‘Ιτανο Φοίνικα. Κατά τον ίδιο ήταν αποικία των Φοινίκων, που ασxολούνταν με τη βιομηχανία της πορφύρας και του γυαλιού. Στην Ίτανο είχαν τις έδρες τους Φοίνικες έμποροι, που έκαναν εμπόριο πρώτων υλών της Φοινίκης με προϊόντα της Κρήτης. Είχαν επίσης εργαστήρια για την αλιεία και τη βαφή της πορφύρας, υαλουργίας και υφαντουργίας. Η ‘Ίτανος ήταν ανέκαθεν συροφοινικικός σταθμός, όπου ελάτρευαν θεούς φοινικικούς, όπως ο Φοίνιξ, η Αμφιώνα και η Τάγγα. 

Καζάρμα

Το φρούριο του κάστρου γνωστό σήμερα σαν Καζάρμα (Casa di arma), είναι το πιο επιβλητικό μνημείο του παρελθόντος στην πόλη της Σητείας. Η Καζάρμα ήταν ο στρατώνας της φρουράς ή το διοικητήριο, ένα δηλαδή από τα οικοδομήματα της Μεσαιωνικής Σητείας η οποία περιβαλλόταν με τείχος. Η οχύρωση της πόλης και η Καζάρμα χρονολογούνται στα τελευταία βυζαντινά χρόνια.
Οι πειρατικές όμως επιδρομές, οι συχνές επαναστάσεις των κατοίκων κατά τη διάρκεια της ενετικής κατοχής ακόμα και οι σεισμοί επέφεραν αλλεπάλληλες καταστροφές στα τείχη και στην Καζάρμα, μέχρι που οι ίδιοι οι Ενετοί αναγκάστηκαν να τα καταστρέψουν με σκοπό να τα επιδιορθώσουν. Αυτό τελικά δεν έγινε και το 1651 η πόλη κατεδαφίστηκε και έπειτα κατακτήθηκε από τους Τούρκους.Στην περίοδο της τουρκικής κατάκτησης τα τείχη φαίνεται ότι δεν ξαναχτίστηκαν αλλά η Καζάρμα αναστηλώθηκε και σήμερα διακρίνονται οι τουρκικές προσθήκες, όπως οι κουμπέδες πάνω στις επάλξεις, δηλαδή τα φυλάκια του φρουρίου.
Η Καζάρμα σήμερα έχει αναστηλωθεί προσεκτικά και είναι ανοικτή στο κοινό προσφέροντας μια πανοραμική θέα στον κόλπο και την πόλη της Σητείας. Κατά την καλοκαιρινή περίοδο στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο της γίνονται πολιτιστικές εκδηλώσεις (Κορνάρεια), όπως θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, διαλέξεις, εκθέσεις εικαστικών τεχνών κ.λ.π.
 

Κουφονήσι

​Το νησί στην αρχαιότητα ονομαζόταν Λεύκη και έπαιξε πολύ σπουδαίο ρόλο στην Ελληνιστική και Ρωμαϊκή Ιστορία της Ανατολικής Κρήτης. Οι κάτοικοί του ασχολούνταν με την αλιεία, την κατεργασία και το εμπόριο της πορφύρας. H τέχνη της επεξεργασίας της πορφύρας ήταν γνωστή από τα προϊστορικά χρόνια, όπως φαίνεται από τους σωρούς των κατεργασμένων κελυφών πορφύρας που βρέθηκαν σε χώρους με ίχνη μινωικής κατοίκησης. Το εμπόριο της πορφύρας λοιπόν απέφερε μεγάλα οικονομικά οφέλη στο νησί κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή εποχή. Στην διάρκεια των ανασκαφών που διενήργησε μετά το 1975 ο αρχαιολόγος Ν. Παπαδάκης αποκαλύφθηκε ένα θέατρο Ελληνορωμαϊκών χρόνων χωρητικότητας 1000 ατόμων. Έχει ημικυκλική ορχήστρα με θολωτές παρόδους. 

Το πιο σημαντικό οικοδόμημα που ανασκάφτηκε, μετά το θέατρο, είναι το κτίριο των Δημόσιων Λουτρών που κτίστηκε τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Στον οικισμό της αρχαίας Λεύκης που βρίσκεται κοντά στο θέατρο ερευνήθηκαν διάφορες οικίες οι οποίες ήταν εξοπλισμένες με το απαραίτητο οικιακό εργαστήρι για την κατεργασία της πορφύρας. Ανασκάφτηκε μια έπαυλη με πολλά δωμάτια που είχε ψηφιδωτά δάπεδα και τοίχους με πολύχρωμα επιχρίσματα. Τα ευρήματα των ανασκαφών, τεμάχια αγαλμάτων και αρχιτεκτονικών μελών, αγγεία, λίθινα, μετάλλινα και άλλα αντικείμενα, φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σητείας. Στην κορυφή ενός λόφου, 2χιλμ. περίπου από τον οικισμό, εντοπίστηκαν τα λείψανα ενός αρχαίου ναού με κρηπίδωμα, όπου σώζονται δυο τεμάχια μόνο από το μαρμάρινο κολοσσικό άγαλμα καθιστής μορφής σε θρόνο. Το σύστημα ύδρευσης αποτελούνταν από τρεις σειρές κτιστών αγωγών που ξεκινούσαν από ένα ύψωμα, όπου υπήρχε μια μικρή πηγή, και κατέληγαν στον οικισμό. 

Οι εγκαταστάσεις του οικισμού καταστράφηκαν με μεγάλη βιαιότητα στα τέλη του 4ου μΧ. αιώνα από επιδρομείς, το θέατρο λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε. Από τότε το νησί δεν είχε ποτέ μόνιμους κατοίκους. Μόνο περαστικοί ναυτικοί άφησαν τα ίχνη τους σε μικρές σπηλιές της δυτικής παραλίας, όπου έχουν σκαλίσει μορφές αγίων και επιγραφές με χρονολογίες του 17ου αι. Σήμερα όλο το νησί είναι ένας τεράστιος αρχαιολογικός χώρος.

Μινωική Έπαυλη της Επάνω Ζάκρου

Η Μινωική έπαυλη της Επάνω Ζάκρου ερευνήθηκε από τον Ν. Πλάτωνα, με τη βοήθεια των τότε συνεργατών του Γιάννη και Έφη Σακελλαράκη, κατά τα έτη 1965 και 1966. 
Τα διαμερίσματα του ισογείου του κτηρίου περιελάμβαναν, κυρίως, χώρους παραγωγής και αποθήκευσης αγροτικών προϊόντων. Ένα από τα δωμάτια του κατώτερου στέγασε μια από τις πληρέστερες εγκαταστάσεις μινωικού σταφυλοπιεστηρίου, με δύο κάδους σύνθλιψης, μεγάλο βυθισμένο στο έδαφος συλλεκτήρα και βοηθητικά αγγεία περισυλλογής. Δίπλα, ήρθε στο φως ευρύχωρη αποθήκη με κεντρικό πεσσό, μέσα στην οποία βρέθηκαν, στη θέση τους, έξι μεγάλα πιθάρια. Το ένα από αυτά έφερε στον ώμο δίστιχη επιγραφή στη Γραμμική Α γραφή, που ξεκινούσε με το ιδεόγραμμα του κρασιού.

Μινωική Πόλη Παλαικάστρου (Ρουσόλακος)

Στην παραλία του Παλαικάστρου στη θέση Ρουσολάκκος αποκαλύφθηκε μεγάλη και σπουδαία πόλη των Μινωικών χρόνων. Άκμασε την υστερομινωική εποχή αλλά βρέθηκαν και ερείπια της πρωτομινωικής και Μεσομινωικής εποχής, ιδίως τάφους με μεγάλες ποσότητες οστών σε θαυμάσια διατήρηση. Ανθρωπολόγοι που τα μελέτησαν κατέληξαν σε σημαντικά συμπεράσματα για τη σωματική δομή των μινωιτών που είχαν ανάστημα 1.60 οι άνδρες και 1.50 οι γυναίκες κατά μέσο όρο. ‘Ένας κεντρικός δρόμος που διασταυρώνεται με 4 κάθετους χωρίζει τη πόλη σε 9 συνοικίες στις οποίες κατά μια εκδοχή κατοικούσαν ισάριθμα γένη. Τα σπίτια που βλέπουν στον κεντρικό δρόμο είχαν επιβλητικές προσόψεις, ενώ ένα άρτιο αποχετευτικό σύστημα διακλαδίζεται σε όλες τις συνοικίες. Στη συνοικία Β μεταξύ άλλων υπήρχε δωμάτιο – μέγαρο με 4 σειρές κιόνων και μαγειρείο, δεξαμενή καθαρμού, πηγάδι, οικιακό ιερό, λουτρό και αποθήκη λαδιού ενώ σε άλλους χώρους υπήρχε ελαιοτριβείο και ελαιαποθήκη. Βρέθηκαν επίσης πολλά “καμαραϊκά” αγγεία, αμφορείς, λύχνοι, πιθάρια κ.α. Δωμάτιο- μέγαρα και σπουδαία αντικείμενα βρέθηκαν και σε άλλες συνοικίες, ενώ σε μία συνοικία βρέθηκε σταφιλοπιεστήριο. Σε άλλη συνοικία αποκαλύφθηκε το περιώνυμο στην αρχαιότητα ιερό του Δικταίου Διός.

Μόχλος

Ο Αμερικανός αρχαιολόγος R.B. Seager ανακάλυψε τον Μόχλο το 1907 με τις υποδείξεις ενός ντόπιου ψαρά. Τον αμέσως επόμενο χρόνο, ξεκίνησε ανασκαφές στο μικρό νησάκι που έφεραν στο φως 20 χτιστούς τάφους και περίπου 12 κατοικίες. 
Το 1955 ο J. Leatham και S. Hood με υποβρύχιες έρευνες ανακάλυψαν ρωμαϊκές ιχθυοδεξαμενές στην ακτή απέναντι από το νησάκι, επιβεβαιώνοντας έτσι την υπόθεση ότι το νησί του Μόχλου ήταν χερσόνησος κατά την εποχή του Χαλκού. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα των ανασκαφών, το νησί του Μόχλου εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του μινωικού πολιτισμού. Η πεδιάδα στη στεριά παρείχε πλούσια αγροτική παραγωγή και ο στενός πορθμός που ένωνε στην αρχαιότητα το σημερινό νησάκι με τη στεριά, σχηματίζοντας δυο φυσικά λιμάνια, εξασφάλιζε τα πλοία από κάθε είδους καιρικές συνθήκες. Ως σημαντικό κέντρο διακομιστικού εμπορίου εισήγαγε οψιανό από τη Μήλο και άλλες πρώτες ύλες από την Ανατολή τις οποίες διοχέτευε στην υπόλοιπη Κρήτη. Η ανακάλυψη ενός σφραγιδοκύλινδρου που προέρχεται από την Βόρεια Συρία και χρονολογείται γύρω στον 18ο π.χ αιώνα, αποδεικνύει την σπουδαιότητα του λιμανιού. 
Στη «συνοικία των τεχνιτών» κατασκευάζονταν χρυσά κοσμήματα, σφραγιδόλιθοι, και τα φημισμένα λίθινα αγγεία του Μόχλου, πολλά από τα οποία βρέθηκαν σε τάφους αυτής της εποχής. Μετά την καταστροφή από την έκρηξη του ηφαιστείου της, η πόλη του Μόχλου ανακατασκευάστηκε και επεκτάθηκε. 
Η νέα πόλη είχε κεντρικούς δρόμους και άλλους μικρότερους που την χώριζαν σε συνοικίες. Τα σπίτια ήταν χτισμένα σε διαφορετικά επίπεδα προσαρμοσμένα στην κλίση του εδάφους και είχαν δυο ή και τρεις ορόφους. Η τελευταία φάση εκτεταμένης κατοίκησης στο νησί του Μόχλου αντιπροσωπεύεται από μια οχύρωση του 1 ου π.Χ. αιώνα στην βόρεια και ανατολική πλευρά του. Η οχύρωση αυτή ίσως ήταν μια προσπάθεια της Ιεράπυτνας να σταθεροποιήσει την εποχή εκείνη την παρουσία της στην βόρεια ακτή της Κρήτης.

Ξερόκαμπος

Επιφανειακές έρευνες απέδειξαν ότι η περιοχή κατοικείται από τους προϊστορικούς χρόνους και παρουσιάζει μεγάλο αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Στη θέση Κατσουνάκια εντοπίστηκε εκτεταμένος μινωικός οικισμός ο οποίος δεν έχει ανασκαφεί ακόμη. Στο ύψωμα Τράχηλας ερευνήθηκε ένα Ιερό Κορυφής το οποίο όμως ήταν συλημένο. Στη θέση Ψιλή άμμος είναι ορατό το αρχαίο λατομείο πωρόλιθου με τον οποίο χτίστηκε η αρχαία πόλη των ιστορικών χρόνων. Στην παραλία, κοντά στην αρχαία πόλη, υπάρχουν αλυκές ελληνιστικών χρόνων από όπου οι κάτοικοι προμηθεύονταν θαλασσινό αλάτι. Πρόκειται για μια σειρά καναλιών και δεξαμενών αποξήρανσης οι οποίες είναι σκαλισμένες στα βράχια της θάλασσας. Σήμερα δεν είναι ορατές διότι καλύπτονται από την άμμο της παραλίας. Στους Καβάλους, τα μικρά νησάκια που βρίσκονται απέναντι από τον Ξερόκαμπο, υπάρχουν εγκαταστάσεις αλιέων που χρονολογούνται στην ΥΜ εποχή. 
Στη θέση Φαρμακοκέφαλο, ξεκίνησαν το 1984 ανασκαφικές έρευνες από τον αρχαιολόγο Ν. Π. Παπαδάκη. Αποκαλύφθηκε μια σημαντική ελληνιστική πόλη, που πιθανόν να είναι η αρχαία Άμπελος. Η πόλη καταλάμβανε όλο το ύψωμα και προστατευόταν από ισχυρό τείχος που σώζεται μερικώς. Αν και έχει ανασκαφεί μόνο ένα μικρό τμήμα της πόλης, ήρθαν στο φως σπίτια, δρόμοι και υπαίθριοι χώροι, τα δε ευρήματα είναι εξαιρετικής τέχνης και ιδιαιτέρως κατατοπιστικά για την ιστορία της. Από την μελέτη τους προκύπτει ότι η πόλη ιδρύθηκε περίπου τον 5ο π.Χ. αιώνα και γνώρισε την μεγαλύτερη αίγλη της τον 3ο-2ο π.Χ. αιώνα. Είχε εμπορικές σχέσεις με άλλες πόλεις της Κρήτης, τα Δωδεκάνησα και ιδιαιτέρως με τη Ρόδο και την Κάλυμνο. Χαρακτηριστικά είναι τα μολυβένια βλήματα σφενδόνης, συχνά ενεπίγραφα, τα οποία χρησιμοποιούσαν οι σφενδονιστές του στρατού. Τα ευρήματα των ανασκαφών φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σητείας. 
Στο κέντρο της αρχαίας πόλης σήμερα υπάρχει το μικρό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου που χτίστηκε το 1895.

Πετράς

Σε χαμηλό λόφο (ύψους 40μ.) αναπτύχθηκε οργανωμένος παράλιος οικισμός των μινωικών χρόνων, κάτι που επέβαλε η γεωγραφική διαμόρφωση της περιοχής καθώς και το μεγάλο λιμάνι. Ο οικισμός υπήρξε το κέντρο μιας περιοχής που ξεκινά από το Χαμαίζι δυτικά και φθάνει στην Πραισό νότια και στον Ανάλουκα ανατολικά. Πάντως, αν και υπάρχουν ενδείξεις κατοίκησης κατά τα τελευταία νεολιθικά χρόνια (3500 π.Χ.), ο οικισμός απαντά στους Πρωτομινωικούς ΙΙ χρόνους (2600-2300 π.Χ.) και η ύπαρξή του είναι συνεχής μέχρι το 1450 π.Χ., οπότε καταστράφηκε, όπως και τα άλλα μινωικά κέντρα, με μικρή ανακατάληψη κατά την Υστερομινωική ΙΙΙ εποχή (1400-1300 π.Χ.). Ο οικισμός ήκμασε κατά την Παλαιοανακτορική εποχή (2000-1650 π.Χ.), κατά την οποία μάλιστα οικοδομήθηκε κεντρικό κτήριο ανακτορικού χαρακτήρα στην κορυφή του λόφου, η μεγάλη ακμή του όμως τοποθετείται κατά τους νεοανακτορικούς χρόνους (2000-1450 π.Χ.) με μια νέα οικοδομική φάση με πολλές τροποποιήσεις. Κατά τον 12ο-13ο αιώνα μ.Χ. στην κορυφή του λόφου υπήρχε νεκροταφείο από το οποίο έχουν ήδη ανασκαφεί 32 τάφοι. 
 
Tο 1900, ο αρχαιολόγος R.C. Bοsanquet διεξήγαγε σύντομη ανασκαφική έρευνα στην περιοχή, όπου ήταν ορατά ίχνη τοίχων. Το 1985 ξεκίνησε συστηματική ανασκαφή που συνεχίζεται έως σήμερα από την Μ.Τσιποπούλου.

Πραισός

Την περιοχή, που περιλαμβάνεται μέσα στους δυο βραχίονες, Καλαμαύκι και Παντελή, του σημερινού ποταμού Στόμιου (του αρχαίου Διδύμου), καταλάμβανε η αρχαία μεγαλούπολη των Ετεοκρητών Πραισός, η οποία ήταν μια από τις σπουδαιότερες πόλεις της Ανατολικής Κρήτης. 
Ήταν κτισμένη πάνω σε τρεις λόφους και περιβάλλονταν από δυνατό τείχος, που υπολείμματα του σώζονται σε ορισμένα σημεία και μάλιστα ΒΑ του μεγάλου λόφου, όπου ήταν η έδρα των Αρχών της πόλης. Το τείχος άφηνε έξω τον τρίτο γήλοφο Βωμό-Ιερό όπως και το Ιερό Σπήλαιο στη θέση Σκάλες.
Ύστερα από την κατάκτηση της Κρήτης από τους Δωριείς το 12ο αιώνα π.Χ. οι Ετεόκρητες, δηλαδή οι γνήσιοι Κρήτες αποσύρθηκαν προς τα ανατολικά του νησιού, όπου περισώσαν το γνήσιο μινωικό χαρακτήρα τους, τη γλώσσα, τη θρησκεία και τη λατρεία του Δικταίου Δία. 
Η Πραισός βρισκόταν στο κέντρο της χερσονήσου Σητείας και είχε λιμάνια στο Βόρειο πέλαγος, το Κρητικό, την Ητεία (Σητεία) και στο Ν, το Λιβυκό, τις Στήλες, όπως φαίνεται σε ψήφισμα των Πραισίων, κατά τους Μακεδονικούς χρόνους, που αφορά την αλιεία και το εμπόριο του πορφυρογενούς κογχυλίου και τη μίσθωση γι’ αυτό του ναυτικού των Στηλιτών. 

Τάφος και Έπαυλη Αχλάδιων

Στην περιοχή των Αχλαδιών έχουν γίνει συστηματικές ανασκαφές σε δυο τοποθεσίες όπου σήμερα ο επισκέπτης μπορεί να δει δυο θαυμάσια δείγματα του μινωικού πολιτισμού, τον μοναδικό θολωτό τάφο της Ανατολικής Κρήτης και τα ερείπια μιας αγροτικής έπαυλης. 
Στη θέση «Πλατύσκινος» έχει ανασκαφεί ένας υπόγειος θολωτός τάφος με διάδρομο, μοναδικός στην Ανατολική Κρήτη για την εποχή του Χαλκού και εξαιρετικά σπάνιος σε όλο το νησί. Χρονολογείται την περίοδο 1400-1220π.Χ. και χρησιμοποιήθηκε για περισσότερο από έναν αιώνα. 
Ένας μνημειώδης κτιστός δρόμος μήκους 9μ. οδηγεί στην είσοδο του τάφου. Ο θάλαμος είναι κυκλικός με διάμετρο 4,08μ. και ύψος 4,16μ. Ο θόλος είναι κτισμένος με μεγάλους ογκόλιθους εκφορικά και έχει σχήμα σχεδόν κωνικό. Ακριβώς απέναντι από την κύρια είσοδο του τάφου υπάρχει μια δεύτερη μικρότερη είσοδος, η οποία ερμηνεύτηκε ως άνοιγμα για την συμβολική επικοινωνία του νεκρού με τον άλλο κόσμο, ίσως όμως να αποτελούσε την είσοδο ενός πλευρικού θαλάμου, η κατασκευή του οποίου δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Τόσο τα υπέρθυρα όσο και τα κατώφλια των δυο εισόδων είναι μονολιθικά. Οι κοιλότητες γύρω από την κύρια είσοδο και το υπέρθυρό της θεωρείται ότι χρησίμευαν στη στήριξη ξύλινης θύρας η οποία έκλεινε την είσοδο του τάφου. Λόγω της ομοιότητας του με τους μυκηναϊκούς θολωτούς τάφους της Ηπειρωτικής Ελλάδος θεωρείται από ορισμένους μελετητές ως απόδειξη ότι η τεχνική της κατασκευής των θολωτών τάφων της ΥΜ ΙΙΙ εποχής έχει εισαχθεί στην Κρήτη από Μυκηναίους τεχνίτες της κυρίως Ελλάδος. 

Έπαυλη Αχλάδιων 

Στη θέση «Ρίζα», το 1952, ο Ν. Πλάτων επιχείρησε μια μικρή δοκιμαστική ανασκαφή όπου ήδη ήταν ορατός ένας ισχυρός αρχαίος τοίχος. Κατά την ανασκαφή εμφανίστηκαν οι εξωτερικοί τοίχοι μιας οικίας, οι οποίοι ήταν κατασκευασμένοι από μεγάλους πελεκητούς λίθους. 
Το 1959 ο ίδιος συνέχισε την ανασκαφή και αποκάλυψε ολοκληρωτικά το κτίσμα που όπως αποδείχτηκε, επρόκειτο για μια σημαντικότατη αγροτική έπαυλη της μινωικής εποχής. Χρονολογείται στα 1600-1550 π.Χ., είχε ζωή περίπου μισό αιώνα και καταστράφηκε πιθανότατα από σεισμό. 
Το κτίσμα καταλαμβάνει έκταση 270 τ.μ. και αποτελείται από 12 διαμερίσματα. Η κύρια είσοδος, με μονολιθικό κατώφλι και βαθμίδα, ήταν στα ανατολικά ενώ μια δευτερεύουσα είσοδος υπήρχε στα δυτικά. Η αίθουσα υποδοχής στα αριστερά του πλακόστρωτου προθάλαμου είχε διπλή είσοδο, πολύθυρο για την επικοινωνία με μικρότερο διαμέρισμα που διέθετε κτιστό θρανίο, και τρεις κίονες για την υποστήριξη της οροφής. Πιθανή αίθουσα υποδοχής υπήρχε στα δεξιά του προθάλαμου. Η έπαυλη είχε επίσης μαγειρείο, αποθηκευτικούς και άλλους βοηθητικούς χώρους. Εξωτερικά της οικίας λοξοί τοίχοι σχημάτιζαν πρόχειρους περιβόλους που ίσως χρησιμοποιήθηκαν για τον σταβλισμό ζώων.

Το Ανάκτορο και ο Μινωικός Οικισμός της Κάτω Ζάκρου

Το ανάκτορο της Ζάκρου -στη μορφή που βλέπουμε σήμερα- οικοδομήθηκε κατά τον 16ο αιώνα π. Χ. Είναι πιθανό ότι αντικατέστησε ένα προγενέστερο δημόσιο κτήριο λείψανα του οποίου σώθηκαν κάτω από την Ανατολική Πτέρυγά του. Μόνο στο σημείο αυτό έγινε δυνατή η έρευνα σε βαθύτερα αρχαιολογικά στρώματα, αφού εδώ η αγροκαλλιέργεια κατά τον 20ο αιώνα -και πριν την έναρξη της ανασκαφής- είχε ολοσχερώς εξαφανίσει το αντίστοιχο τμήμα του τελευταίου ανακτόρου. Ως προς τη γενική αρχιτεκτονική του διάρθρωση, το ανάκτορο της Ζάκρου παρουσιάζει αρκετές αναλογίες με το κατά πολύ μεγαλύτερό του ανάκτορο της Κνωσού.